Επιθετικότητα Παιδιού & Εφήβου - Τρόποι Παρέμβασης και Προτάσεις Αντιμετώπισης

 


  Γράφει η  Τσιλιμάγκου Ι. Σοφία - Σχολική Ψυχολόγος


   Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα εμφανίζεται ανησυχία, για τα συνεχώς αυξανόμενα περιστατικά επιθετικής συμπεριφοράς μεταξύ των παιδιών και τον εφήβων στο χώρο του σχολείου  και όχι μόνο. Ο τρόπος επικοινωνίας γίνεται πολλές φορές βίαιος και προσβλητικός, με αποτέλεσμα η παιδική επιθετικότητα να αποτελεί καθημερινό φαινόμενο που παίρνει διαστάσεις. Η επιθετική συμπεριφορά δεν περιλαμβάνει μόνο τη σωματική βία αλλά και  την συναισθηματική πίεση και την αποκλίνουσα γλωσσική έκφραση. Ως εκ τούτου θα λέγαμε, ότι ο όρος επιθετικότητα περιλαμβάνει όλες εκείνες τις μορφές δραστηριότητας και όλες τις ενέργειες που αποσκοπούν στην άσκηση ελέγχου επάνω στο περιβάλλον και στο χειρισμό συνομηλίκων. Η επιθετικότητα αποτελεί κατά βάση έναν από τους πιο συχνούς μηχανισμούς αντίστασης των παιδιών ,όταν βρεθούν σε καταστάσεις συναισθηματικής απόγνωσης. Για να θεωρηθεί  μια συμπεριφορά επιθετική  πρέπει να μπορεί εν δυνάμει να προκαλέσει βλάβη στον αποδέκτη της  ή σε αυτόν που  την εκδηλώνει, να συνδέεται με αυξημένη διέγερση του θύτη και να προκαλεί αποστροφή στο θύμα. Φυσικά όλα τα παιδιά σε κάποια περίοδο της ζωής τους, θα παρουσιάσουν κάποια στοιχεία επιθετικότητας. Η σύγκρουση εξάλλου με τους ενηλίκους, γονείς, καθηγητές και την εξουσία, είναι μία ενδοψυχική ανάγκη του εφήβου, για να ανεξαρτητοποιηθεί και να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα.  Το πρόβλημα ξεκινάει όταν αδυνατούν να ελέγξουν την παρόρμηση αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να  παραβαίνουν σχολικούς και κοινωνικούς κανόνες, να καθίσταται προβληματική η κοινωνικοποιητική διαδικασία και έτσι να απομονώνονται  από τον περίγυρο τους και να βιώνουν συναισθήματα θλίψης, μοναξιάς ,θυμού. Η οικογένεια και αργότερα το σχολείο είναι οι δυο πιο βασικές πρωτογενείς ομάδες κοινωνικοποίησης που αποβλέπουν στον εξανθρωπισμό του νέου ατόμου και στη διαπίστωσή του σε κοινωνική προσωπικότητα.

  

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

   Σύμφωνα με τα έγκυρα διαγνωστικά πρότυπα  όπως το DSM IV, τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως από ειδικούς της ψυχικής υγείας, οι παραβάσεις που προαναφέραμε εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες κλινικού ενδιαφέροντος : 1) στις διαταραχές της αγωγής και 2) στην εναντιωτική προκλητική διαταραχή. Στην διαταραχή της αγωγής παρατηρούμε συμπεριφορές που παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων, όπως  ψέματα ,κλοπές ή απάτες. Στην εναντιωτική προκλητική διαταραχή παρατηρούμε συμπεριφορές που επανηλλειμένα τις χαρακτηρίζει η ανυπακοή, η αρνητική στάση, η προκλητικότητα και η εχθρικότητα. Το άτομο με τη διαταραχή αυτή δεν δέχεται συμβουλές, δεν υποχωρεί και δεν συμβιβάζεται, ,προκαλεί και χάνει πολύ εύκολα την ψυχραιμία του. Αναλυτικότερα:

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΓΩΓΗΣ:  Η συμπεριφορά των ατόμων αυτών ομαδοποιείται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες ι)επιθετικότητα προς ανθρώπους και ζώα, ιι) καταστροφή περιουσίας, ιιι) απάτες ή κλοπές και τέλος ιν) παραβιάσεις κανόνων. Πιο συγκεκριμένα το παιδί  έχει φερθεί σκληρά σωματικά σε ανθρώπους  ή ζώα, έχει φοβερίσει απειλήσει ή τρομοκρατήσει ή έχει χρησιμοποιήσει κάποιο όπλο(ρόπαλο, τούβλο , σπασμένο μπουκάλι μαχαίρι ,πιστόλι) προκαλώντας σημαντική έκπτωση στην κοινωνική, σχολική ή επαγγελματική λειτουργικότητα. Σε ότι αφορά την καταστροφή περιουσίας, έχει εσκεμμένα βάλει φωτιά(ή με όποιο άλλο τρόπο) με σκοπό να προξενήσει σοβαρή ζημιά ή έχει εσκεμμένα καταστρέψει περιουσία άλλων . Όταν αναφερόμαστε σε απάτες ή κλοπές εννοούμε ότι το παιδί έχει διαρρήξει σπίτι, αυτοκίνητο άλλου ατόμου, λέει συχνά ψέματα για να αποκτήσει πράγματα ή να πετύχει χάρες καθώς και αντικείμενα μη ευτελούς αξίας χωρίς όμως να επιτεθεί σε κάποιο θύμα. Τέλος στις σοβαρές παραβιάσεις κανόνων ,το παιδί μένει έξω τη νύχτα παρά τις γονικές απαγορεύσεις με αρχή πριν την ηλικία των 13 χρόνων, κάνει συχνά σκασιαρχείο από το σχολείο ή έχει φύγει τουλάχιστον μια φορά από το πατρικό σπίτι και διανυκτέρευσε εκτός σπιτιού. Τουλάχιστον τρία ή περισσότερα από τα παραπάνω κριτήρια θα πρέπει να έχουν εκδηλωθεί τους τελευταίους δώδεκα μήνες προκειμένου να διαγνώσουμε διαταραχή της διαγωγής

ΕΝΑΝΤΙΩΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ: Συχνά ξεσπάσματα θυμού, καβγάδες με ενηλίκους  και έντονη εκδικητικότητα χαρακτηρίζουν τα άτομα με τη διαταραχή αυτή. Το παιδί με εναντιωτική προκλητική διαταραχή αρνείται να συμμορφωθεί με αιτήματα ή κανόνες των ενηλίκων ,συχνά κατηγορεί τους άλλους για τα δικά του λάθη, ενοχλείται εύκολα από τους άλλους ή ενοχλεί  εσκεμμένα ανθρώπους και  κακιώνει προκαλώντας όπως και στην διαταραχή της διαγωγής σημαντική έκπτωση στην κοινωνική, σχολική ή επαγγελματική λειτουργικότητα. Τουλάχιστον  τέσσερα ή περισσότερα από τα παραπάνω κριτήρια θα πρέπει να διαρκούν για τουλάχιστον έξι μήνες  προκειμένου να διαγνώσουμε εναντιωτική διαταραχή στο παιδί ή έφηβο. Να σημειωθεί ότι αρκετά συχνά η εν λόγω διαταραχή μπορεί να είναι το προοίμιο Διαταραχής της διαγωγής.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

   Η αιτιολογία της διαταραχής, αν και βασικά άγνωστη, οπωσδήποτε είναι πολυπαραγοντική. Η αλληλεπίδραση των βιολογικών παραγόντων με τους οικογενειακούς και κοινωνικούς αποτελεί τη σύγχρονη τάση στην αναζήτηση της αιτιολογίας. Αφ’ ενός λοιπόν παρατηρούμε ότι ο κίνδυνος εμφάνισης της διαταραχής αυξάνει σε παιδιά που είτε έχουν γονείς με  εξάρτηση από αλκοόλ ή έχουν οι ίδιοι ιστορικό διαταραχής της Διαγωγής είτε αδελφό με Διαταραχή της Διαγωγής. Αφετέρου ένα πλήθος περιβαλλοντικών, ενδοατομικών και  οικογενειακών παραγόντων ,έχουν ενοχοποιηθεί ενισχύοντας την υπόθεση τόσο της γενετικής όσο και της περιβαλλοντικής συμμετοχής στην προδιάθεση και εμφάνιση των διαταραχών αυτών.

  Πιο συγκεκριμένα, τα κοινωνικό-οικονομικά προβλήματα στην οικογένεια η εγκατάλειψη ή παραμέληση καθώς και η έλλειψη σταθερής καθοδήγησης λειτουργούν ως σημεία αναφοράς για τη μετέπειτα συμπεριφορά του εφήβου με αρνητική κατάληξη να υπερισχύουν οι παραβατικές συμπεριφορές. Η σημασία των παιδικών βιωμάτων για την προσωπική και την κοινωνική εξέλιξη του νέου ατόμου είναι αναμφισβήτητη και ιδιαίτερα η σύνδεση του μικρού παιδιού με σταθερά πρόσωπα αναφοράς κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Τις περισσότερες φορές το πρόσωπο αυτό είναι η μητέρα ή κάποιο άλλο από το στενό οικογενειακό περιβάλλον.  Ο ρόλος της οικογένειας λοιπόν κρίνεται καθοριστικός τις περισσότερες  φορές , γιατί ανάλογα με την ποιότητα των ενδοοικογενειακών σχέσεων δύναται να  διαμορφώσει ένα αρνητικό συναισθηματικό και παιδευτικό πλαίσιο για το παιδί. Για παράδειγμα η σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση, η έλλειψη γονικής επίβλεψης ή αντίθετα η σκληρή διαπαιδαγώγηση, ο χωρισμός ή το διαζύγιο των γονιών, διαμορφώνουν αρνητικά την ψυχοδυναμική του οικογενειακού περιβάλλοντος και ενισχύουν την επιθετικότητα. Επίσης η ενδοοικογενειακή βία  επηρεάζει δραματικά τη προσωπικότητα των μελών της οικογένειας επιφέροντας σοβαρή ρήξη ανάμεσα στους δεσμούς που υπάρχουν και δημιουργώντας το αναγκαίο υπόβαθρο για επιθετικές συμπεριφορές που αναπαράγονται. Τέλος, η παρέα  με συνομήλικους παραπτωματίες και η χρήση ουσιών μπορεί να επιτείνει και να επισπεύσει μια διαγεγραμμένη παρεκλίνουσα συμπεριφορά.

  

ΤΡΟΠΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ  ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

        Μια επιθετική συμπεριφορά  είναι δυνατό να ποικίλλει σε  ένταση, συχνότητα και μορφή ανάλογα με το παιδί ή τον έφηβο. Για την αντιμετώπιση της επιθετικότητας χρειάζεται η εξατομικευμένη εφαρμογή ενός πλήρους προγράμματος που στοχεύει στην πολύπλευρη διαχείριση των δυσκολιών του παιδιού και του περιβάλλοντός του και μπορεί να περιλαμβάνει συνδυασμό προσεγγίσεων που δρουν από κοινού υποστηρίζοντας η μία την άλλη.  Παρακάτω θα αναφερθούν επιγραμματικά κάποιες πρακτικές που μπορούν να μειώσουν την συμπτωματολογία της επιθετικής συμπεριφοράς:

·         Οι γονείς καλό είναι να παρατηρούν το παιδί συστηματικά, ώστε να εντοπίζουν την έναρξη των αρνητικών συναισθημάτων του και αυτό γιατί ο χειρισμός των συναισθημάτων , γίνεται ευκολότερος όταν βρίσκονται σε χαμηλή ένταση. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούν να ηρεμήσουν το παιδί αφού αποδεχτούν τα συναισθήματα που εκείνο νιώθει και έτσι και το παιδί με τη σειρά του θα μπορέσει να μάθει να διαχειρίζεται σταδιακά  τα συναισθήματα και να ηρεμεί μόνο του τον εαυτό του.

·         Σημαντικό είναι οι γονείς και εκπαιδευτικοί, να μπορούν να αναγνωρίσουν το συναίσθημα του παιδιού πίσω από την επιθετική συμπεριφορά και να το βοηθούν να το κατονομάσει ( λεκτικοποίηση συναισθημάτων). Θα πρέπει όμως να γίνεται σαφές  ότι κάποιες συμπεριφορές δεν μπορούν να είναι αποδεκτές. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να βοηθήσουν το παιδί να κατανοήσει ότι το πρόβλημα δεν είναι αυτό που νιώθει (π.χ θυμός που δεν το παίζουν) αλλά ο τρόπος που το εκφράζει.

·         Η στέρηση προνομίων δηλαδή η αρνητική ενίσχυση όταν ένα παιδί εκδηλώνει ανάρμοστη συμπεριφορά, είναι μια ακόμα προσέγγιση. Με  αυτό τον τρόπο το παιδί μαθαίνει ποιες συμπεριφορές είναι αποδεκτές και ενισχύονται και ποιες συμπεριφορές είναι ανάρμοστες  και απορρίπτονται.

·         Η απομάκρυνση από το ερέθισμα (time out) που προκαλεί άγχος στο παιδί και ενισχύει την επιθετική συμπεριφορά, είναι δυνατό να επαναφέρει το παιδί σε μία κατάσταση συναισθηματικής ηρεμίας.

·         Η σταθερότητα και η τοποθέτηση σαφών ορίων, αλλά και η υπομονή και η επιμονή από μέρους όλων όσοι ασχολούνται με την διαπαιδαγώγηση των παιδιών αυτών κρίνεται επιβεβλημένη. Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή  ώστε να μην επικοινωνηθεί απόρριψη προς τα άτομα αυτά.

·         Θα πρέπει πάντα να φροντίζουμε να χαρακτηρίζουμε  τη συμπεριφορά του παιδιού ως κακή κι όχι το ίδιο το παιδί. Θα πρέπει με άλλα λόγια ,να γίνεται σαφές κάθε φορά ότι δεν κατακρίνουμε το παιδί σαν προσωπικότητα αλλά τον τρόπο αντίδρασης του.

·         Τεχνική της επανόρθωσης-αποκατάστασης. Φροντίζουμε να επισημαίνουμε στο παιδί τις φυσικές και λογικές συνέπειες της παραβατικής του συμπεριφοράς και ζητάμε την  άμεση αποκατάσταση της ζημιάς που έχει προκληθεί. Όταν για παράδειγμα το παιδί εκδηλώνει μια επιθετική συμπεριφορά ή μιλάει με άσκημες  εκφράσεις και θυμό εμείς απαιτούμε το αντίθετο.

·         Η σύναψη αμοιβαίου συμβολαίου όπου το παιδί και ο ενήλικος συμφωνούν από κοινού για την επιθυμητή συμπεριφορά είναι δυνατό να τροποποιήσει μια προβληματική συμπεριφορά. Οι όροι  του συμβολαίου όμως θα πρέπει να είναι διαπραγματεύσιμοι από το παιδί.

·         Στις περισσότερες περιπτώσεις ,ατομική και οικογενειακή θεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματικές, παράλληλα με τεχνικές θεραπείας συμπεριφοράς. Η θεραπεία συμπεριφοράς μάλιστα ποικίλει για κάθε παιδί σύμφωνα με τις ανάγκες του και τις διαθέσιμες υπηρεσίες και μπορεί να περιλαμβάνει προγράμματα εκπαίδευσης που έχουν αναπτυχθεί από ειδικούς για τον έλεγχο του θυμού και την εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες.

·         Τέλος ,η ανοιχτή επικοινωνία μεταξύ των γονέων και  του σχολείου μπορεί να γίνει το κλειδί για τον σωστό σχεδιασμό των στρατηγικών αντιμετώπισης της δύσκολης συμπεριφοράς. Εξάλλου το σχολείο είναι ένας κοινωνικός οργανισμός και δεν πρέπει να περιορίζει τις δραστηριότητές του στο εσωτερικό του αλλά να τις επεκτείνει στον περίγυρό του και ιδιαίτερα στην οικογένεια και την τοπική κοινωνία.

 

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΛΗΦΘΕΙ  Η ΒΙΑΙΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ

   Οι προτάσεις που ακολουθούν είναι δυνατό να συμβάλλουν στη μείωση και την αποτελεσματικότερη πρόληψη της βίαιης συμπεριφοράς

·         Οι γονείς θα πρέπει να ενδυναμώνουν το παιδί προσφέροντας του επιλογές  σεβόμενοι τις επιθυμίες του. Ματαίωση των βασικών συναισθηματικών αναγκών  συνήθως πυροδοτεί εκρήξεις θυμού.

·          Θα πρέπει να αποφεύγονται οι υπερβολικές επικρίσεις ενώ αντίθετα να χρησιμοποιείται ο έπαινος όσο γίνεται συχνότερα. Η διαρκής ενίσχυση της καλής συμπεριφοράς αποτελεί σημαντικό όπλο της πρόληψης

·         Οι εκπαιδευτικοί καλό είναι να δίνουν στο παιδί να κατανοήσει ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά τα θέματα που το αφορούν και ότι είναι διατεθειμένοι να αφιερώσουν χρόνο σε αυτά

·         Η συστηματική και καλά οργανωμένη διδασκαλία που εμπλέκει ενεργά το μαθητή στη μαθησιακή διαδικασία τον αποτρέπει να εμφανίσει ανεπιθύμητη συμπεριφορά, λειτουργώντας προληπτικά. Η συνεχής ενθάρρυνση για την ανάληψη πρωτοβουλιών μέσα στη τάξη βοηθάει στην ανάπτυξη της υπευθυνότητας και στο πνεύμα συνεργασίας ανάμεσα σε συνομηλίκους

·         Θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να αποτελούν ένα υγιές πρότυπο ταύτισης για το παιδί με την  συμπεριφορά τους καθώς είναι γνωστό ότι συνήθως το παιδί μιμείται και αναπαράγει συμπεριφορές και αντιδράσεις των οικείων του

·         Ο έλεγχος της παρακολούθησης σκηνών βίας από τα παιδιά στην τηλεόραση και τον  κινηματογράφο, κρίνεται επιβεβλημένος Οι γονείς θα πρέπει να εξετάσουν συνολικά “το τηλεοπτικό περιβάλλον” του σπιτιού τους και το πόσες ώρες τελικά βλέπει το παιδί τους τηλεόραση.

·         Οι απαραίτητες δεξιότητες για την επίλυση διαπροσωπικών συγκρούσεων αρχίζουν να μαθαίνονται κατά τη διάρκεια των πρώτων παιδικών χρόνων και κατακτώνται κατά την εφηβική ηλικία Για τον λόγο αυτό η εκμάθηση τους είναι απαραίτητο να γίνεται μέσω της σωστής καθοδήγησης, και της ενίσχυσης της επιτρεπτής κάθε φορά μορφής συμπεριφοράς από το περιβάλλον του παιδιού : δηλαδή την  οικογένεια  και το σχολείο.

·         Σημαντική τέλος είναι η πρόληψη της κακοποίησης των παιδιών μέσα από προγράμματα ενημέρωσης και εκπαίδευσης γονέων, οικογενειακής υποστήριξης κ.λ.π.

 

Συνοψίζοντας: θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η επιθετικότητα ως συμπεριφορά είναι το σύμπτωμα πίσω από το οποίο  κρύβονται συνήθως η δυσκολία του παιδιού ή του εφήβου να διαχειριστεί μία στρεσογόνο κατάσταση καθώς και η ανάγκη  του για περισσότερη προσοχή και αγάπη. Η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου αντίληψης και ερμηνείας των προβλημάτων συμπεριφοράς από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς μπορεί να επιφέρει ένα θετικό κλίμα στη σχέση  με τα  παιδιά που έχουν προβληματική συμπεριφορά  και να αντιστρέψει  μια  αρνητικά  φορτισμένη σχέση με οδηγό πάντα την αμέριστη αγάπη προς το παιδί και την αποδοχή της προσωπικότητάς του. 

Σχόλια